- Τσερκέζος
- ο, θηλ. Τσερκέζα, Νσυν. στον πληθ. οι Τσερκέζοιλαός τού Καυκάσου που μιλάει μια βορειοδυτική καυκασιανή γλώσσα, την καμπαρντιανή, και τού οποίου μειονότητες υπάρχουν στην Τουρκία, στη Συρία, στην Ιορδανία, στο Ιράκ και στο Ισραήλ, αλλ. Κιρκάσιοι.
Dictionary of Greek. 2013.